σιρομάστης

σιρομάστης
σιρομάστης
pit-searcher
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιρομάστης — και σειρομάοτης, ὁ, Α 1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι 2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω… …   Dictionary of Greek

  • σιρομαστῶν — σιρομάστης pit searcher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάσταις — σιρομάστης pit searcher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστην — σιρομάστης pit searcher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστῃ — σιρομάστης pit searcher masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστας — σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc acc pl σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρομάστης — ὁ, Α βλ. σιρομάστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”